μετάκειμαι

μετάκειμαι
μετάκειμαι (Α) [κείμαι]
1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.)
2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.)
3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια έννοια σε άλλη, κάνω μεταφορά («ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”